θεοκρισία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θεοκρισία θηλυκό
- (Χριστιανισμός) η τελική κρίση στην ημέρα της κρίσης
- τελετουργία στα αρχαία χρόνια με την οποία φαινόταν αν κάποιος έλεγε την αλήθεια σε μία δίκη ή αντιδικεία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θεοκρισία
|