θεοσημία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θεοσημία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θεοσημία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θεοσημία θηλυκό
- (θρησκεία, θεολογία) σημάδι που προέρχεται από το θεό, θαύμα
- ※ Όλοι μας γνωρίζουμε από τα μαθητικά μας χρόνια την ιστορία του Μεγάλου Κωνσταντίνου και ειδικότερα τη θεοσημία με το όραμα του σταυρού και τη φράση «Εν τούτω νίκα» (Ηλίας Βουλγαράκης, * «Ένα άλλο “Εν τούτω νίκα”», Πεμπτουσία (13 Σεπτεμβρίου 2014)· πρόσβαση: 2021-06-08)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- θεοσήμειον
- Θεόσημος (όνομα)
- → δείτε τις λέξεις θεός, σημείο και σήμα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θεοσημία
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Γεώργιος Δ. Ζηκίδης, Λεξικόν ορθογραφικόν, 4η βελτιωμένη έκδοση (Αθήνα: Ι. Σιδέρης, 1926), σ. 530.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Θεολογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)