θεοφρούρητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεοφρούρητος η θεοφρούρητη το θεοφρούρητο
      γενική του θεοφρούρητου της θεοφρούρητης του θεοφρούρητου
    αιτιατική τον θεοφρούρητο τη θεοφρούρητη το θεοφρούρητο
     κλητική θεοφρούρητε θεοφρούρητη θεοφρούρητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεοφρούρητοι οι θεοφρούρητες τα θεοφρούρητα
      γενική των θεοφρούρητων των θεοφρούρητων των θεοφρούρητων
    αιτιατική τους θεοφρούρητους τις θεοφρούρητες τα θεοφρούρητα
     κλητική θεοφρούρητοι θεοφρούρητες θεοφρούρητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θεοφρούρητος < μεσαιωνική ελληνική θεοφρούρητος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /θe.oˈfɾu.ɾi.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θε‐ο‐φρού‐ρη‐τος

Επίθετο[επεξεργασία]

θεοφρούρητος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • θεοφρούρητος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θεοφρούρητος < θεο- + φρουρέω + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

θεοφρούρητος, -ος, -ον

Πηγές[επεξεργασία]