θεραπευτήριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θεραπευτήριο τα θεραπευτήρια
      γενική του θεραπευτηρίου
θεραπευτήριου
των θεραπευτηρίων
    αιτιατική το θεραπευτήριο τα θεραπευτήρια
     κλητική θεραπευτήριο θεραπευτήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θεραπευτήριο < θεραπεύ(ω) + -τήριον > -τήριο. Διαφορετική η μεσαιωνική λέξη θεραπευτήριον (τρόπος θεραπείας) [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /θe.ɾa.peˈfti.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θε‐ρα‐πευ‐τή‐ρι‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θεραπευτήριο ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]