θερμοαπορρόφηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θερμοαπορρόφηση οι θερμοαπορροφήσεις
      γενική της θερμοαπορρόφησης των θερμοαπορροφήσεων
    αιτιατική τη θερμοαπορρόφηση τις θερμοαπορροφήσεις
     κλητική θερμοαπορρόφηση θερμοαπορροφήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θερμοαπορρόφηση < θερμο- + απορρόφηση

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /θeɾ.mo.a.poˈɾo.fi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θερ‐μο‐α‐πορ‐ρό‐φη‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θερμοαπορρόφηση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]