θερμοβαθογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θερμοβαθογράφος αρσενικό
- (σε πλοία) συσκευή καταγραφής της θερμοκρασίας του νερού κατά βάθος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θερμοβαθογράφος
|