θερμοδιακλυσμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θερμοδιακλυσμός < θερμο- + διακλυσμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θερμοδιακλυσμός αρσενικό
- (ιατρική) διακλυσμός με θερμό υγρό που διενεργείται από ωτορινολαρυγγολόγο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θερμοδιακλυσμός
|