θερμοδιαμόρφωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θερμοδιαμόρφωση | οι | θερμοδιαμορφώσεις |
γενική | της | θερμοδιαμόρφωσης | των | θερμοδιαμορφώσεων |
αιτιατική | τη | θερμοδιαμόρφωση | τις | θερμοδιαμορφώσεις |
κλητική | θερμοδιαμόρφωση | θερμοδιαμορφώσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θερμοδιαμόρφωση < θερμο- + διαμόρφωση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θερμοδιαμόρφωση θηλυκό
- μέθοδος διαμόρφωσης διαφόρων υλικών (π.χ. θερμοπλαστικών)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θερμοδιαμόρφωση
|