θερμοκαυτηρίαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θερμοκαυτηρίαση | οι | θερμοκαυτηριάσεις |
γενική | της | θερμοκαυτηρίασης* | των | θερμοκαυτηριάσεων |
αιτιατική | τη | θερμοκαυτηρίαση | τις | θερμοκαυτηριάσεις |
κλητική | θερμοκαυτηρίαση | θερμοκαυτηριάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, θερμοκαυτηριάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θερμοκαυτηρίαση < θερμοκαυτήρας + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θερμοκαυτηρίαση θηλυκό
- (ιατρική) καυτηρίαση με ειδικό θερμοκαυτήρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θερμοκαυτηρίαση
|