θερμοπαραγωγικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θερμοπαραγωγικός < θερμο- + παραγωγικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /θeɾ.mo.pa.ɾa.ɣo.ʝiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θερ‐μο‐πα‐ρα‐γω‐γι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
θερμοπαραγωγικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός, φυσική) ο σχετικός με την παραγωγή θερμότητας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θερμοπαραγωγικός
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Πρότυπο el 'καλός' red links -ής
- Λέξεις με πρόθημα θερμο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)