θερμοπεριοδισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θερμοπεριοδισμός οι θερμοπεριοδισμοί
      γενική του θερμοπεριοδισμού των θερμοπεριοδισμών
    αιτιατική τον θερμοπεριοδισμό τους θερμοπεριοδισμούς
     κλητική θερμοπεριοδισμέ θερμοπεριοδισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θερμοπεριοδισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική thermoperiodisme < αρχαία ελληνική θερμός + περίοδος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θερμοπεριοδισμός αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]