θερμοπηγή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θερμοπηγή θηλυκό
- η πηγή που βγάζει ζεστό νερό
- συχνά τα ιαματικά νερά, τα ιαματικά λουτρά
θερμοπηγή θηλυκό