θερμοσίφωνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θερμοσίφωνο < θερμοσίφων(ας) με μεταπλασμό σε ουδέτερο με -ο [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /θeɾ.moˈsi.fo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θερ‐μο‐σί‐φω‐νο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θερμοσίφωνο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θερμοσίφωνο
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ θερμοσίφωνο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας