θερμόλυση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θερμόλυση οι θερμολύσεις
      γενική της θερμόλυσης* των θερμολύσεων
    αιτιατική τη θερμόλυση τις θερμολύσεις
     κλητική θερμόλυση θερμολύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, θερμολύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θερμόλυση < λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική thermolysis < αρχαία ελληνική θερμός + λῦσις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θερμόλυση θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]