θεωρήτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θεωρήτρια < θεωρη(τής) + -τρια
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /θe.oˈɾi.tɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θε‐ω‐ρή‐τρι‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θεωρήτρια θηλυκό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε θεωρητής
θεωρήτρια
|