θηλεοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θηλεοποίηση | οι | θηλεοποιήσεις |
γενική | της | θηλεοποίησης* | των | θηλεοποιήσεων |
αιτιατική | τη | θηλεοποίηση | τις | θηλεοποιήσεις |
κλητική | θηλεοποίηση | θηλεοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, θηλεοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θηλεοποίηση θηλυκό
- η εκθήλυνση
- ※ Οι ουσίες αυτές, δρώντας ως υπερ-οιστρογόνα, οδηγούν σε υπερθηλεοποίηση των θηλυκών εμβρύων, καθώς και σε ερμαφροδιτισμό ή πλήρη θηλεοποίηση των αρσενικών εμβρύων, ενώ παράλληλα μειώνουν τις συγκεντρώσεις των ενδογενών οιστρογόνων και της τεστοστερόνης. (εφ. Καθημερινή, 15.06.2006)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θηλεοποίηση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ποίηση (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)