θηλύκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θηλύκι τα θηλύκια
      γενική του θηλυκιού των θηλυκιών
    αιτιατική το θηλύκι τα θηλύκια
     κλητική θηλύκι θηλύκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θηλύκι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θηλύκι ουδέτερο

  1. κουμπί
  2. κουμπότρυπα, καθώς και συγκεκριμένο είδος κουμπότρυπας σε σχήμα θηλιάς

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]