θηροφυλακή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θηροφυλακή οι θηροφυλακές
      γενική της θηροφυλακής των θηροφυλακών
    αιτιατική τη θηροφυλακή τις θηροφυλακές
     κλητική θηροφυλακή θηροφυλακές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θηροφυλακή < θήρα + φυλακή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θηροφυλακή θηλυκό

  • ιδιαίτερη δημόσια ή ιδιωτική υπηρεσία περιφρούρησης κυνηγίου ζώων σε ορισμένη περιοχή

Μεταφράσεις[επεξεργασία]