θησαυρισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θησαυρισμός < αρχαία ελληνική θησαυρισμός < θησαυρίζω < θησαυρός < τίθημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰédʰeh₁- < *dʰeh₁-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θησαυρισμός αρσενικό
- η συγκέντρωση αγαθών, πλούτου
- η συγκέντρωση ομοειδών στοιχείων με σκοπό την ταξινόμηση και προβολή τους
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θησαυρισμός
|