θνητότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θνητότητα < ελληνιστική κοινή θνητότης < αρχαία ελληνική θνητός, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική mortalité
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θνητότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος θνητός, η ιδιότητα του θνητού
- (στατιστική, επιδημιολογία) η συχνότητα θανάτων σε προσβαλλόμενα άτομα από κάποια νόσο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη θνητός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επιδημιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)