θορυβώδης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θορυβώδης η θορυβώδης το θορυβώδες
      γενική του θορυβώδους της θορυβώδους του θορυβώδους
    αιτιατική τον θορυβώδη τη θορυβώδη το θορυβώδες
     κλητική θορυβώδη(ς) θορυβώδης θορυβώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θορυβώδεις οι θορυβώδεις τα θορυβώδη
      γενική των θορυβωδών των θορυβωδών των θορυβωδών
    αιτιατική τους θορυβώδεις τις θορυβώδεις τα θορυβώδη
     κλητική θορυβώδεις θορυβώδεις θορυβώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θορυβώδης < αρχαία ελληνική θορυβώδης < θόρυβος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /θo.ɾiˈvo.ðis/

Επίθετο[επεξεργασία]

θορυβώδης, -ης, -ες

  1. που έχει θόρυβο
    η αίθουσα στο βάθος ήταν πολύ θορυβώδης
  2. που προκαλεί θόρυβο
    • (κυριολεκτικά) φυσικό θόρυβο, ήχους μπερδεμένους και κάποιας έντασης
      μίλησε μπροστά σε ένα πολύ θορυβώδες ακροατήριο και έπρεπε να φωνάζει για να τον ακούσουν
    • (μεταφορικά) εκτεταμένη συζήτηση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θορυβώδης < θόρυβος + -ώδης

Επίθετο[επεξεργασία]

θορυβώδης

  1. με θορύβους
  2. που προκαλεί αναστάτωση
  3. που μπερδεύει