θρέμμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θρέμμα τα θρέμματα
      γενική του θρέμματος των θρεμμάτων
    αιτιατική το θρέμμα τα θρέμματα
     κλητική θρέμμα θρέμματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θρέμμα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική θρέμμα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈθɾe.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θρέμ‐μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θρέμμα ουδέτερο

  • οτιδήποτε τρέφεται ή ανατρέφεται
    ※  Ιδού, ώ εντιμότατοι Κύριοι, ιδού η οινοθήκη μου, και η οινοθήκη του υιού μου, εις την οποίαν ερχόμεθα καθ' εκάστην ημέραν να χορτάσωμεν την δίψαν, με όλα μας τα θρέμματα (Βίος του Μπερτολδίνου υιού του πανούργου Μπερτόλδου, Βενετία, 1855 [1])

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ θρέμμᾰ τὰ θρέμμᾰτ
      γενική τοῦ θρέμμᾰτος τῶν θρεμμᾰ́των
      δοτική τῷ θρέμμᾰτ τοῖς θρέμμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ θρέμμᾰ τὰ θρέμμᾰτ
     κλητική ! θρέμμᾰ θρέμμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θρέμμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  θρεμμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θρέμμα < *θρέφ- (θέμα τρεφ- του τρέφω) + -μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θρέμμα ουδέτερο

  1. ό,τι έθρεψε ή θρέφει κάποιος, το ανάθρεμμα
  2. πλάσμα
  3. οικογενειακός δούλος
  4. (προσφώνηση, μειωτικό) για ανθρώπους ή άλλες υπάρξεις

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη τρέφω

Πηγές[επεξεργασία]