θρίλερ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θρίλερ ουδέτερο άκλιτο
- δραματικό λογοτεχνικό ή κινηματογραφικό έργο με έντονο το στοιχείο της αγωνίας
- (μεταφορικά) καθετί που έχει αμφίρροπη εξέλιξη και η κατάληξή του κρίνεται μέχρι την τελευταία στιγμή, προκαλώντας αισθήματα αγωνίας σε όσους το παρακολουθούν
- ψηφοφορία θρίλερ χθες το βράδυ στη Βουλή
Σημειώσεις[επεξεργασία]
στην Ελλάδα το thriller το λέμε σασπένς στόρι και το horror ταινία τρόμου ή θρίλερ
όμως αυτό δεν είναι απόλυτο (δεν μεταφράζει ο μέσος Έλληνας πάντα ορθά τους ξένους όρους, ο Michael Jackson δικαιώνει τους Έλληνες στην συγκεκριμένη περίπτωση διότι κάποιοι αγγλόφωνοι όταν λένε thriller εννοούν horror, όμως στον δημώδη μη λόγιο λόγο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θρίλερ