θρασύτητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θρασύτητα < αρχαία ελληνική θρασύτης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θρασύτητα θηλυκό
- η ιδιότητα του να έχει κανείς θράσος, του να τολμά να πει ή να κάνει πράγματα που δεν θα έπρεπε διότι προσβάλλουν, αδικούν, κλπ.
- Κατηγορεί τους άλλους για τεμπελιά ενώ ο ίδιος δεν έχει δουλέψει ούτε μία μέρα στη ζωή του; Αυτό θα πει θρασύτητα!
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θρασύτητα
|