θυμαρόμελο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θυμαρόμελο τα θυμαρόμελα
      γενική του θυμαρόμελου των θυμαρόμελων
    αιτιατική το θυμαρόμελο τα θυμαρόμελα
     κλητική θυμαρόμελο θυμαρόμελα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θυμαρόμελο < θυμάρι + μέλι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θυμαρόμελο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]