θυμεκτομή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θυμεκτομή < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική thymectomy < ελληνιστική κοινή θύμος + ἐκτομή < αρχαία ελληνική ἐκτέμνω < ἐκ + τέμνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θυμεκτομή θηλυκό
- (ιατρική) χειρουργική αφαίρεση του θύμου αδένα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- thymectomy στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θυμεκτομή
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)