θυμόσοφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θυμόσοφος < αρχαία ελληνική θυμόσοφος < θυμός + σοφός
Επίθετο[επεξεργασία]
θυμόσοφος
- ο από ένστικτο σοφός, ο πάντοτε ψύχραιμος, που αντιμετωπίζει ήρεμα τις οποιεσδήποτε καταστάσεις και επιγραμματικά τις χαρακτηρίζει
Συγγενικά[επεξεργασία]
- θυμοσοφία
- θυμοσοφικά
- θυμοσοφικός
- θυμοσοφώ
- → δείτε τις λέξεις θυμός και σοφός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θυμόσοφος
|