θυσιαστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θυσιαστής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θυσιαστής αρσενικό
- αυτός που κάνει θυσία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θυσιαστής
|