θωράκιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | θωράκιο | τα | θωράκια |
γενική | του | θωρακίου & θωράκιου |
των | θωρακίων |
αιτιατική | το | θωράκιο | τα | θωράκια |
κλητική | θωράκιο | θωράκια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θωράκιο < ελληνιστική κοινή θωράκιον < αρχαία ελληνική θώραξ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /θo.ˈra.ci.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θω‐ρά‐κι‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θωράκιο ουδέτερο
- (λόγιο) στηθαίο, παραπέτο
- (ειδικότερα, θρησκεία) μαρμάρινο στηθαίο ως τέμπλο παλαιοχριστιανικού ναού (στο μεσοδιάστημα κιόνων)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ημιθωράκιο
- μεσοθωράκιο
- θωρακιό
- → δείτε τη λέξη θώρακας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- θωράκιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- θωράκιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- θωράκιο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)