θωρακοσκόπηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θωρακοσκόπηση | οι | θωρακοσκοπήσεις |
γενική | της | θωρακοσκόπησης* | των | θωρακοσκοπήσεων |
αιτιατική | τη | θωρακοσκόπηση | τις | θωρακοσκοπήσεις |
κλητική | θωρακοσκόπηση | θωρακοσκοπήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, θωρακοσκοπήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θωρακοσκόπηση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική thoracoscopy < αρχαία ελληνική θώραξ + σκοπέω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θωρακοσκόπηση θηλυκό
- (ιατρική) εξέταση της θωρακικής κοιλότητα με ειδικό ενδοσκόπιο, το θωρακοσκόπιο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- θωρακοσκοπικός
- θωρακοσκόπιο
- → δείτε τις λέξεις θώρακας και σκοπός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θωρακοσκόπηση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)