ιακωβίνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιακωβίνος αρσενικό
- (ιστορία) μέλος επαναστατικής πολιτικής ομάδας που είχε εγκατασταθεί στο Παρίσι σε ένα παλιό μοναστήρι των Ιακωβίνων