ιδεοκρατικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιδεοκρατικός < ιδεοκρατία / ιδεοκράτης + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ιδεοκρατικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την ιδεοκρατία ή τον ιδεοκράτη ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ιδεαλιστικός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ιδεοκρατία, ιδέα και κρατώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιδεοκρατικός
|