ιδιαίτερο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιδιαίτερο < ουδέτερο του ιδιαίτερος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιδιαίτερο ουδέτερο
- μάθημα που γίνεται κυρίως σε ένα μόνο μαθητή και συνήθως στο σπίτι, σε αντιδιαστολή με μάθημα που γίνεται σε τάξη με περισσότερους μαθητές
- (οικείο) η τουαλέτα, το μπάνιο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιδιαίτερο
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ιδιαίτερο
- αιτιατική ενικού του ιδιαίτερος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ιδιαίτερος