ιδιοκατάσταση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ιδιοκατάσταση | οι | ιδιοκαταστάσεις |
γενική | της | ιδιοκατάστασης* | των | ιδιοκαταστάσεων |
αιτιατική | την | ιδιοκατάσταση | τις | ιδιοκαταστάσεις |
κλητική | ιδιοκατάσταση | ιδιοκαταστάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ιδιοκαταστάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιδιοκατάσταση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιδιοκατάσταση θηλυκό
- (φυσική) κβαντομηχανική κατάσταση που αντιστοιχίζεται σε μία ιδιοτιμή μίας κυματικής εξίσωσης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιδιοκατάσταση