ιδιωφέλεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιδιωφέλεια < ιδιωφελής + -εια < ελληνιστική κοινή ἰδιωφελής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιδιωφέλεια θηλυκό
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιδιωφέλεια
|