ιερατεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιερατεία < ελληνιστική κοινή ἱερατεία < ιερατεύω < αρχαία ελληνική ἱερεύς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιερατεία θηλυκό
- (θρησκεία) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ιερατεύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιερατεία
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ιερατεία ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ιερατείο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)