ιεροδιδάσκαλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιεροδιδάσκαλος οι ιεροδιδάσκαλοι
      γενική του ιεροδιδασκάλου
ιεροδιδάσκαλου
των ιεροδιδασκάλων
    αιτιατική τον ιεροδιδάσκαλο τους ιεροδιδασκάλους
ιεροδιδάσκαλους
     κλητική ιεροδιδάσκαλε ιεροδιδάσκαλοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιεροδιδάσκαλος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἱεροδιδάσκαλος (για τον ποντίφικα της Ρώμης).[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ιερο- + διδάσκαλος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ιεροδιδάσκαλος αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]