ιερολοχίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιερολοχίτης < Ιερός Λόχος + -ίτης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιερολοχίτης αρσενικό
- (ιστορία) πολεμιστής που ανήκε στον Ιερό Λόχο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιερολοχίτης
|