ιερουργία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιερουργία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἱερουργία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.e.ɾuɾˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐ε‐ρουρ‐γί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιερουργία θηλυκό
- (θρησκεία) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ιερουργώ, η τέλεση θρησκευτικής ή παρόμοιας τελετής
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)