ιθυφαλλικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιθυφαλλικός η ιθυφαλλική το ιθυφαλλικό
      γενική του ιθυφαλλικού της ιθυφαλλικής του ιθυφαλλικού
    αιτιατική τον ιθυφαλλικό την ιθυφαλλική το ιθυφαλλικό
     κλητική ιθυφαλλικέ ιθυφαλλική ιθυφαλλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιθυφαλλικοί οι ιθυφαλλικές τα ιθυφαλλικά
      γενική των ιθυφαλλικών των ιθυφαλλικών των ιθυφαλλικών
    αιτιατική τους ιθυφαλλικούς τις ιθυφαλλικές τα ιθυφαλλικά
     κλητική ιθυφαλλικοί ιθυφαλλικές ιθυφαλλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιθυφαλλικός < (ελληνιστική κοινή) ἰθυφαλλικός (μορφή ποιητικού μέτρου)< αρχαία ελληνική ἰθύφαλλος < ἰθύς (ιωνικός τύπος του εὐθύς) + φαλλός

Επίθετο[επεξεργασία]

ιθυφαλλικός, -ή, -ό

  1. που παρουσιάζεται με ορθωμένο φαλλό
    ιθυφαλλικός Ερμής, ιθυφαλλικός σάτυρος, ιθυφαλλική μορφή
  2. (ποίηση) για μορφή ποιητικού μέτρου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]