ιθύφαλλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιθύφαλλος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ιθύφαλλος αρσενικό

φαλλός σε στύση:

  1. χορός
  2. ομοίωμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]