ιλαρότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιλαρότητα < (ελληνιστική κοινή) ἱλαρότης < αρχαία ελληνική ἱλαρός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιλαρότητα θηλυκό
ιλαρότητα θηλυκό