ιλλυρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιλλυρικός < (ελληνιστική κοινή) ἰλλυρικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ιλλυρικός, -ή, -ό
Δείτε επίσης : ἰλλυρικός, λυρικός |
ιλλυρικός, -ή, -ό