ιντιμισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιντιμισμός οι ιντιμισμοί
      γενική του ιντιμισμού των ιντιμισμών
    αιτιατική τον ιντιμισμό τους ιντιμισμούς
     κλητική ιντιμισμέ ιντιμισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιντιμισμός < γαλλική intime < λατινική intimus < intus

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ιντιμισμός αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]