ιππεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιππεύω < αρχαία ελληνική ἱππεύω < ἵππος + -εύω

Ρήμα[επεξεργασία]

ιππεύω

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]