ιπποδρομιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιπποδρομιακός < ιπποδρομία + -ακός
Επίθετο[επεξεργασία]
ιπποδρομιακός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον ιππόδρομο και τις ιπποδρομίες ή αναφέρεται σ’ αυτά
- ※ Εγκρίθηκε η τροπολογία για το ιπποδρομιακό στοίχημα (εφ. Το Βήμα, 17.04.2019)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ιπποδρομιακά
- → δείτε τις λέξεις ιππόδρομος, ίππος και δρόμος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιπποδρομιακός