ιπποτισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιπποτισμός < ιππότης + -ισμός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική chevalerie)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιπποτισμός αρσενικό
- η ιπποσύνη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιπποτισμός
|