ισασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ισασμός | οι | ισασμοί |
γενική | του | ισασμού | των | ισασμών |
αιτιατική | τον | ισασμό | τους | ισασμούς |
κλητική | ισασμέ | ισασμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ισασμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ισάζω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ισασμός
|