ισοζυγιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ισοζυγιστής < ισοζυγίζω + -τής (2. (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική handicapper)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ισοζυγιστής αρσενικό
- αυτός που ισοζυγίζει
- (ειδικότερα) αυτός που φροντίζει ώστε οι ίπποι να είναι ισοβαρείς για τις ιπποδρομίες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ισοζυγιστής
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τής (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)