ισοθερμιδικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ισοθερμιδικός η ισοθερμιδική το ισοθερμιδικό
      γενική του ισοθερμιδικού της ισοθερμιδικής του ισοθερμιδικού
    αιτιατική τον ισοθερμιδικό την ισοθερμιδική το ισοθερμιδικό
     κλητική ισοθερμιδικέ ισοθερμιδική ισοθερμιδικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ισοθερμιδικοί οι ισοθερμιδικές τα ισοθερμιδικά
      γενική των ισοθερμιδικών των ισοθερμιδικών των ισοθερμιδικών
    αιτιατική τους ισοθερμιδικούς τις ισοθερμιδικές τα ισοθερμιδικά
     κλητική ισοθερμιδικοί ισοθερμιδικές ισοθερμιδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ισοθερμιδικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

ισοθερμιδικός, -ή, -ό

  • που προσφέρει τις ίδιες θερμίδες με κάτι άλλο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]